προλέγει

προλέγει
προλέγω 1
pick out
pres ind mp 2nd sg
προλέγω 1
pick out
pres ind act 3rd sg
προλέγω 2
pick out
pres ind mp 2nd sg
προλέγω 2
pick out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προαγορευτικός — ή, όν, Α [προαγορεύω] 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να προλέγει, ο προφητικός («φωνή προαγορευτική» Πολυδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προαγορευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού να προλέγει, να προφητεύει κανείς …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • αστρομάντης — ο (θηλ. μάντισσα, η) (AM ἀστρόμαντις, ο, η) αυτός που προλέγει τα μέλλοντα με την παρατήρηση των άστρων, ο αστρολόγος …   Dictionary of Greek

  • αστρομαντεία — και αστρομαντική, η (AM ἀστρομαντεία) η τέχνη του αστρομάντη, το να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα με την παρατήρηση των άστρων …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • ιερομαντία — και ιερομαντεία, ἡ (Α ἱερομαντία) το να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα με την παρατήρηση τών σπλάχνων τών θυσιαζόμενων ζώων, η ιεροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ιερομαντία < ιερόμαντις*, ενώ ο τ. ιερομαντεία < ιερ(ο) * + μαντεία < μαντεύω] …   Dictionary of Greek

  • ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • κοσκινομαντεία — η (Α κοσκινομαντεία) η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη τού κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”